παρερμηνεύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρερμηνεύσιμος < παρερμηνεύω + -σιμος
Επίθετο επεξεργασία
παρερμηνεύσιμος[1]
- (λόγιο) που είναι δυνατόν να παρερμηνευθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρερμηνεύσιμος
|
- ↑ παρερμηνεύσιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)