παρεξηγήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παρεξηγήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να παρεξηγηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- παρεξηγημένος
- παρεξήγηση
- παρεξηγησιάρης
- παρεξηγούμαι
- παρεξηγώ
- → δείτε τις λέξεις παρά και εξηγώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρεξηγήσιμος