↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεξηγημένος η παρεξηγημένη το παρεξηγημένο
      γενική του παρεξηγημένου της παρεξηγημένης του παρεξηγημένου
    αιτιατική τον παρεξηγημένο την παρεξηγημένη το παρεξηγημένο
     κλητική παρεξηγημένε παρεξηγημένη παρεξηγημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεξηγημένοι οι παρεξηγημένες τα παρεξηγημένα
      γενική των παρεξηγημένων των παρεξηγημένων των παρεξηγημένων
    αιτιατική τους παρεξηγημένους τις παρεξηγημένες τα παρεξηγημένα
     κλητική παρεξηγημένοι παρεξηγημένες παρεξηγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεξηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρεξηγώ

παρεξηγημένος, -η, -ο

  • που έχει παρερμηνευθεί, εκληφθεί ως κάτι διαφορετικό, συνήθως χειρότερο
  • που είναι δυσαρεστημένος με κάποιον
    Δεν του μιλάει, είναι ακόμη παρεξηγημένη μαζί του
  • → δείτε τη λέξη παρεξηγώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία