παρεξηγημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεξηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρεξηγώ
Μετοχή
επεξεργασίαπαρεξηγημένος, -η, -ο
- που έχει παρερμηνευθεί, εκληφθεί ως κάτι διαφορετικό, συνήθως χειρότερο
- Είναι καλό παιδί, αλλά παρεξηγημένο
- που είναι δυσαρεστημένος με κάποιον
- Δεν του μιλάει, είναι ακόμη παρεξηγημένη μαζί του
- → δείτε τη λέξη παρεξηγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεξηγημένος