Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεξηγώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρεξηγέομαι / παρεξηγοῦμαι (παρερμηνεύω) και μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική misunderstood ή τη γαλλική méconnu.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾe.ksiˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρε‐ξη‐γώ

  Ρήμα επεξεργασία

παρεξηγώ, παθητικό: παρεξηγούμαι, παθητική μετοχή: παρεξηγημένος

  1. ερμηνεύω λανθασμένα
  2. αντιλαμβάνομαι με λανθασμένο τρόπο τα λόγια, τις προθέσεις, τη συμπεριφορά κλπ ενός ανθρώπου, συνήθως αποδίδοντάς του κάτι κακό
  3. κατηγορώ κάποιον χωρίς να έχει κάνει κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία