Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρεξήγηση οι παρεξηγήσεις
      γενική της παρεξήγησης* των παρεξηγήσεων
    αιτιατική την παρεξήγηση τις παρεξηγήσεις
     κλητική παρεξήγηση παρεξηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεξηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεξήγηση < ελληνιστική παρεξήγησις (παρερμηνεία)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾeˈksi.ʝi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρεξήγηση θηλυκό

  1. η λανθασμένη ερμηνεία των λόγων και των πράξεων ενός ανθρώπου και η απόδοση σε αυτόν κακών προθέσεων
  2. η ψυχρότητα μεταξύ δύο ανθρώπων ως αποτέλεσμα της ελλιπούς κατανόησης μεταξύ τους
    ακόμα κρατάει αυτή η παρεξήγηση μεταξύ σας;

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία