παρεξηγήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρεξηγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρεξηγώ
- θα παρεξηγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρεξηγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαρεξηγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρεξήγηση