παρεξήγησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρεξήγησῐς | αἱ | παρεξηγήσεις | ||||
γενική | τῆς | παρεξηγήσεως | τῶν | παρεξηγήσεων | ||||
δοτική | τῇ | παρεξηγήσει | ταῖς | παρεξηγήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παρεξήγησῐν | τὰς | παρεξηγήσεις | ||||
κλητική ὦ! | παρεξήγησῐ | παρεξηγήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρεξηγήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παρεξηγησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρεξήγησις (ελληνιστική κοινή) < παρεξηγέομαι / παρεξηγοῦμαι, παρεξηγη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + αρχαία ελληνική ἐξήγησις → δείτε μεσαιωνική ελληνική ἐξηγῶ < ἐξ- + αρχαία ελληνική ἡγέομαι.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρεξήγησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- παρεξήγημα
- → και δείτε τις λέξεις παρά, ἐξ και ἡγέομαι
Πηγές
επεξεργασία- παρεξήγησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.