Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεξηγησιάρης η παρεξηγησιάρα το παρεξηγησιάρικο
      γενική του παρεξηγησιάρη της παρεξηγησιάρας του παρεξηγησιάρικου
    αιτιατική τον παρεξηγησιάρη την παρεξηγησιάρα το παρεξηγησιάρικο
     κλητική παρεξηγησιάρη παρεξηγησιάρα παρεξηγησιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεξηγησιάρηδες οι παρεξηγησιάρες τα παρεξηγησιάρικα
      γενική των παρεξηγησιάρηδων των παρεξηγησιάρικων
    αιτιατική τους παρεξηγησιάρηδες τις παρεξηγησιάρες τα παρεξηγησιάρικα
     κλητική παρεξηγησιάρηδες παρεξηγησιάρες παρεξηγησιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεξηγησιάρης < παρεξηγούμαι

  Επίθετο επεξεργασία

παρεξηγησιάρης, -α, -ικο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία