Ετυμολογία

επεξεργασία
susceptible < λατινική susceptibilis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /səˈsɛp.tɪbl̩/

  Επίθετο

επεξεργασία

susceptible (en)

  1. επιδεκτικός
  2. ευεπηρέαστος
  3. ευπαθής

  Ετυμολογία

επεξεργασία
susceptible < λατινική susceptibilis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sy.sɛp.tibl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
susceptible susceptibles

susceptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ενδεχόμενος
  2. επιδεκτικός
  3. μυγιάγγιχτος
  4. εύθικτος

Συγγενικά

επεξεργασία