susceptible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- susceptible < λατινική susceptibilis
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /səˈsɛp.tɪbl̩/
Επίθετο
επεξεργασίαsusceptible (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- susceptible < λατινική susceptibilis
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sy.sɛp.tibl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
susceptible | susceptibles |
susceptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό