↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευεπηρέαστος η ευεπηρέαστη το ευεπηρέαστο
      γενική του ευεπηρέαστου της ευεπηρέαστης του ευεπηρέαστου
    αιτιατική τον ευεπηρέαστο την ευεπηρέαστη το ευεπηρέαστο
     κλητική ευεπηρέαστε ευεπηρέαστη ευεπηρέαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευεπηρέαστοι οι ευεπηρέαστες τα ευεπηρέαστα
      γενική των ευεπηρέαστων των ευεπηρέαστων των ευεπηρέαστων
    αιτιατική τους ευεπηρέαστους τις ευεπηρέαστες τα ευεπηρέαστα
     κλητική ευεπηρέαστοι ευεπηρέαστες ευεπηρέαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευεπηρέαστος < ευ + επηρεάζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευεπηρέαστος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία