Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευεπηρέαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευεπηρέαστ
ος
η
ευεπηρέαστ
η
το
ευεπηρέαστ
ο
γενική
του
ευεπηρέαστ
ου
της
ευεπηρέαστ
ης
του
ευεπηρέαστ
ου
αιτιατική
τον
ευεπηρέαστ
ο
την
ευεπηρέαστ
η
το
ευεπηρέαστ
ο
κλητική
ευεπηρέαστ
ε
ευεπηρέαστ
η
ευεπηρέαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευεπηρέαστ
οι
οι
ευεπηρέαστ
ες
τα
ευεπηρέαστ
α
γενική
των
ευεπηρέαστ
ων
των
ευεπηρέαστ
ων
των
ευεπηρέαστ
ων
αιτιατική
τους
ευεπηρέαστ
ους
τις
ευεπηρέαστ
ες
τα
ευεπηρέαστ
α
κλητική
ευεπηρέαστ
οι
ευεπηρέαστ
ες
ευεπηρέαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευεπηρέαστος
<
ευ
+
επηρεάζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ευεπηρέαστος, -η, -ο
που
επηρεάζεται
εύκολα
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανεπηρέαστος
δυσεπηρέαστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευεπηρέαστος