Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρερμηνευμένος η παρερμηνευμένη το παρερμηνευμένο
      γενική του παρερμηνευμένου της παρερμηνευμένης του παρερμηνευμένου
    αιτιατική τον παρερμηνευμένο την παρερμηνευμένη το παρερμηνευμένο
     κλητική παρερμηνευμένε παρερμηνευμένη παρερμηνευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρερμηνευμένοι οι παρερμηνευμένες τα παρερμηνευμένα
      γενική των παρερμηνευμένων των παρερμηνευμένων των παρερμηνευμένων
    αιτιατική τους παρερμηνευμένους τις παρερμηνευμένες τα παρερμηνευμένα
     κλητική παρερμηνευμένοι παρερμηνευμένες παρερμηνευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρερμηνευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου παρερμηνεύω

  Μετοχή επεξεργασία

παρερμηνευμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία