ἑρμηνεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑρμηνείᾱ | αἱ | ἑρμηνεῖαι |
γενική | τῆς | ἑρμηνείᾱς | τῶν | ἑρμηνειῶν |
δοτική | τῇ | ἑρμηνείᾳ | ταῖς | ἑρμηνείαις |
αιτιατική | τὴν | ἑρμηνείᾱν | τὰς | ἑρμηνείᾱς |
κλητική ὦ! | ἑρμηνείᾱ | ἑρμηνεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑρμηνείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑρμηνείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑρμηνεία < ἑρμην(εύω) + -εία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἑρμηνεία θηλυκό
- εξήγηση, διασαφήνιση, έκφραση, ερμηνεία, μαρτυρία
- ※ καὶ γάρ, ἔφη, αὗταί γε ἄτοποι τῇ ψυχῇ αἱ ἑρμηνεῖαι καὶ ἐπισκέψεως δεόμεναι (Πλάτων, Πολιτεία, Ζ, 524b)
- και είπε ότι αυτές οι ερμηνείες θα φαίνονταν παράδοξες στην ψυχή και θα απαιτούσαν να επανεξεταστούν
- ※ καὶ γάρ, ἔφη, αὗταί γε ἄτοποι τῇ ψυχῇ αἱ ἑρμηνεῖαι καὶ ἐπισκέψεως δεόμεναι (Πλάτων, Πολιτεία, Ζ, 524b)
- (μουσική) ερμηνεύω ένα έργο, η έκφραση ενός μουσικού έργου (ελληνιστική έννοια)
- μετάφραση από άλλη γλώσσα (και αυτή η έννοια θεωρείται πιθανόν ελληνιστική)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἑρμηνεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑρμηνεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.