Δείτε επίσης: ερμηνεία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑρμηνεί αἱ ἑρμηνεῖαι
      γενική τῆς ἑρμηνείᾱς τῶν ἑρμηνειῶν
      δοτική τῇ ἑρμηνεί ταῖς ἑρμηνείαις
    αιτιατική τὴν ἑρμηνείᾱν τὰς ἑρμηνείᾱς
     κλητική ! ἑρμηνεί ἑρμηνεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑρμηνεί
γεν-δοτ τοῖν  ἑρμηνείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑρμηνεία < ἑρμην(εύω) + -εία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἑρμηνεία θηλυκό

  1. εξήγηση, διασαφήνιση, έκφραση, ερμηνεία, μαρτυρία
    ※  καὶ γάρ, ἔφη, αὗταί γε ἄτοποι τῇ ψυχῇ αἱ ἑρμηνεῖαι καὶ ἐπισκέψεως δεόμεναι (Πλάτων, Πολιτεία, Ζ, 524b)
    και είπε ότι αυτές οι ερμηνείες θα φαίνονταν παράδοξες στην ψυχή και θα απαιτούσαν να επανεξεταστούν
  2. (μουσική) ερμηνεύω ένα έργο, η έκφραση ενός μουσικού έργου (ελληνιστική έννοια)
  3. μετάφραση από άλλη γλώσσα (και αυτή η έννοια θεωρείται πιθανόν ελληνιστική)

Συγγενικά

επεξεργασία