→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διερμήνευσις < διά (δι-) + αρχαία ελληνική ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διερμήνευσις θηλυκό