διερμήνευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διερμήνευσις < διά (δι-) + αρχαία ελληνική ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιερμήνευσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- διερμήνευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.