Ἑρμῆς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
διαλεκτικοί τύποι | ||||||
ονομαστική | ὁ | Ἑρμέᾱς, Ἑρμῆς | οἱ | Ἑρμέαι > Ἑρμαῖ | ||
γενική | τοῦ | Ἑρμέου > Ἑρμοῦ | επικός: Ἑρμείαο ποιητικός: Ἑρμέω |
τῶν | Ἑρμέων > Ἑρμῶν | |
δοτική | τῷ | Ἑρμέᾳ, Ἑρμῇ | & Ἑρμέᾳ, Ἑρμείᾳ | τοῖς | Ἑρμέαις > Ἑρμαῖς | |
αιτιατική | τὸν | Ἑρμέᾱν, Ἑρμῆν & Ἑρμῆ |
ιωνικός: Ἑρμέην | τοὺς | Ἑρμέᾱς > Ἑρμᾶς | |
κλητική ὦ! | Ἑρμέᾱ, Ἑρμῆ | επικός: Ἑρμεία | Ἑρμέαι > Ἑρμαῖ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἑρμέᾱ > Ἑρμᾶ | ||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἑρμέαιν > Ἑρμαῖν | ||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἑρμέας Ἑρμῆς', Κατηγορία 'Ἑρμῆς' όπως «Ἑρμῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἑρμῆς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἙρμῆς αρσενικό (ασυναίρετο: Ἑρμέας)
- ανδρικό όνομα, ο Ερμής
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) αγγελιοφόρος των θεών των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και ο ίδιος θεός του εμπορίου, των τεχνών, των γραμμάτων και των δρόμων
- (ιδίως στον πληθυντικό Ἑρμαῖ): ο οδοδείκτης, οι Ερμές (στήλες με την προτομή του Ερμή)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 27
- ὅσοι Ἑρμαῖ ἦσαν λίθινοι ἐν τῇ πόλει τῇ Ἀθηναίων (εἰσὶ δὲ κατὰ τὸ ἐπιχώριον, ἡ τετράγωνος ἐργασία, πολλοὶ καὶ ἐν ἰδίοις προθύροις καὶ ἐν ἱεροῖς), μιᾷ νυκτὶ οἱ πλεῖστοι περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα
- όσες ερμές ήταν απο πέτρα στην πόλη των Αθηνών, δηλαδή τα οικεία συνηθισμένα τετράγωνα έργα που συνηθιζονται ακομα και στις πόρτες σπιτιών και ναών, μέσα σε μια νύχτα αποκόπηκαν απο τα περισσότερα τα πρόσωπα
- ὅσοι Ἑρμαῖ ἦσαν λίθινοι ἐν τῇ πόλει τῇ Ἀθηναίων (εἰσὶ δὲ κατὰ τὸ ἐπιχώριον, ἡ τετράγωνος ἐργασία, πολλοὶ καὶ ἐν ἰδίοις προθύροις καὶ ἐν ἱεροῖς), μιᾷ νυκτὶ οἱ πλεῖστοι περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ε
- <Ἑρμῆς τρικέφαλος> Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι. τοῦτο ἔφη παίζων κωμικῶς, παρόσον τετρακέφαλος Ἑρμῆς ἐν τῇ τριόδῳ τῇ <ἐν> Κεραμεικῷ ἵδρυτο
- ΣτΕ: Η πηγή του, έργο του Αριστοφάνη, στο Απόσπασμα/fr. 553
- <Ἑρμῆς τρικέφαλος> Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι. τοῦτο ἔφη παίζων κωμικῶς, παρόσον τετρακέφαλος Ἑρμῆς ἐν τῇ τριόδῳ τῇ <ἐν> Κεραμεικῷ ἵδρυτο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 27
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Ἑρμείας (ποιητικό)
- δωρικός τύπος : Ἑρμᾶς
- ἑρμαῖ (παραφυάδες στον πληθυντικό, προσηγορικό ουσιαστικό)
Σημειώσεις
επεξεργασίαΟι γλώσσες του Ησύχιου για διάφορες σημασίες: ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ε
- <ἑρμαῖ> παραφυάδια δένδρων ἄχρηστα. οἷς παίζοντας <ἑρμομαχεῖν> λέγουσιν
- <Ἑρμῆς> τὸν Ἑρμῆν ἐπὶ πόσεως ἰδέας ἔλεγον, καθάπερ Ἀγαθοῦ δαίμονος καὶ Διὸς σωτῆρος. καὶ ἐν τοῖς κλήροις· οἷον ἀγαθὸς οἰωνός. καὶ πέμματος εἶδος κηρυκειοειδές
- <Ἑρμῆς στροφαῖος> ὁ παρὰ στρόφιγγι τῆς θύρας ἱδρυμένος
- <Ἑρμῆς τρικέφαλος> Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι. τοῦτο ἔφη παίζων κωμικῶς, παρόσον τετρακέφαλος Ἑρμῆς ἐν τῇ τριόδῳ τῇ <ἐν> Κεραμεικῷ ἵδρυτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠιθανόν, σχετίζεται το ετυμολογικό πεδίο ἑρμηνεύς.
Δε σχετίζεται το ἕρμα.
Σύνθετα
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά
- Ἑρμαφρόδιτος (γιος του Ερμη και της Αφροδίτης)
- ἑρμογλυφεύς
- ἑρμογλύφος
- ἑρμογλυφεῖον
- ἑρμογλυφικός
- ἑρμοκοπίδης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἑρμῆς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἑρμῆς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἑρμῆς - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012