Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἑρμίδιον < υποκοριστικό που παράγεται από το Ἑρμῆς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ἑρμίδιον και Ἑρμῄδιον

  • μικρό αγαλματίδιο του Ερμή