Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕρμαιον < Ἑρμῆς (δηλαδή αντικείμενο που άφησε ή έχασε ο Ερμής)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἕρμαιον ουδέτερο

  • ανέλπιστο κέρδος, εύρημα, κελεπούρι