Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἑρμαῖος < Ἑρμῆς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἑρμαῖος,η,ον και Ἑρμαῖος,α,ον και Ἕρμαιος,ος,ον και Ἑρμαΐς-ίδος (θηλυκό, π.χ. για κρήνη)

  1. του Ερμή
  2. μήνας του χρόνου στο Άργος (και στην Αλικαρνασσό αλλά εκεί με τη μορφή ἑρμαιών,-ῶνος,)

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἑρμαῖος,α,ον

  1. (συχνά όχι με κεφαλαίο), δηλαδή ἑρμαῖος, α, ον : ο κερδοφόρος, ο επικερδής
  2. που δόθηκε ανέλπιστα σαν δώρο της τύχης ή του θεού Ερμή (δηλαδή ως συνώνυμο της λεξης ἕρμαιον)