Άργος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Άργος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἄργος < ἀργός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erǵ- (λευκός, αργυρός)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Άρ‐γος
- ⓘ
- τονικό παρώνυμο: αργός
Κύριο όνομα 1
επεξεργασία
Κύριο όνομα 2
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άργος | ||
γενική | του | Άργου | ||
αιτιατική | τον | Άργο | ||
κλητική | Άργε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Άργος ουδέτερο
- (ελληνική μυθολογία) ο μυθικός ιδρυτής της πόλης του Άργους
- (ελληνική μυθολογία) μυθικός γίγαντας, ο Πανόπτης με εκατό μάτια
- (ελληνική μυθολογία) ο σκύλος του Οδυσσέα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)