Ἄργος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ἄργος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; ἀργός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erǵ- (λευκός, αργυρός)
Κύριο όνομα 1Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἄργος | οἱ | Ἄργοι |
γενική | τοῦ | Ἄργου | τῶν | Ἄργων |
δοτική | τῷ | Ἄργῳ | τοῖς | Ἄργοις |
αιτιατική | τὸν | Ἄργον | τοὺς | Ἄργους |
κλητική ὦ! | Ἄργε | Ἄργοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἄργω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἄργοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ἄργος αρσενικό
Κύριο όνομα 2Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἄργος | ||
γενική | τοῦ | Ἄργους - Ἄργεος | ||
δοτική | τῷ | Ἄργει - Ἄργεϊ | ||
αιτιατική | τὸ | Ἄργος | ||
κλητική ὦ! | Ἄργος | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ἄργος ουδέτερο
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ: Έχει πληθυντικό;
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- Ἄργος Ἀχαιϊκόν
- Ἄργος Ἀμφιλοχικόν
- Ἄργος Ὀρεστικόν
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «Ἄργος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «Ἄργος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.