Δείτε επίσης: ἀργυρός, Αργυρός, άργυρος, Αργυρώς
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργυρός η αργυρή το αργυρό
      γενική του αργυρού της αργυρής του αργυρού
    αιτιατική τον αργυρό την αργυρή το αργυρό
     κλητική αργυρέ αργυρή αργυρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργυροί οι αργυρές τα αργυρά
      γενική των αργυρών των αργυρών των αργυρών
    αιτιατική τους αργυρούς τις αργυρές τα αργυρά
     κλητική αργυροί αργυρές αργυρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αργυρός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀργυρός < αρχαία ελληνική ἀργυροῦς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.ʝiˈɾos/
ομόηχο: Αργυρός
τονικό παρώνυμο: άργυρος

  Επίθετο

επεξεργασία

αργυρός, -ή, -ό

  1. κατασκευασμένος από άργυρο, ο ασημένιος
    ⮡  αργυρός σταυρός
  2. για χρώμα ή χρωματική απόχρωση:
    (κυριολεκτικά) που έχει το χρώμα του αργύρου (το ασημί)
    ⮡  όταν μου είπαν πως ο ενισχυτής που ενδιαφερόμουν να αγοράσω ήταν διαθέσιμος και με αργυρό περίβλημα, προτίμησα αυτόν από τον μαύρο που μου είχαν δείξει στην αρχή
    (μεταφορικά) που έχει χρώμα που παρουσιάζει ομοιότητα με εκείνο του αργύρου (συχνά ποιητική αδεία)
    ⮡  αργυρό φεγγάρι
     συνώνυμα: αργυρόχρωμος, αργυρόχροος
  3. (καταχρηστικά) επάργυρος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία