ασημί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ασημί | τα | ασημιά |
γενική | του | ασημιού | των | ασημιών |
αιτιατική | το | ασημί | τα | ασημιά |
κλητική | ασημί | ασημιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- ασημί < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ασημής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασημί ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασημί
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ασημί < ΑΣΜ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασημί ουδέτερο, άκλιτο
- (στρατιωτική αργκό) ο συντοπίτης φαντάρος
- ↪ λοχία, μήπως είδες το ασημί μου, αυτόν που ήρθε σήμερα στη μονάδα από το κέντρο εκπαίδευσης;
- ↪ ρε ασημί, κάνε μου τη χάρη που σου ζήτησα;
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασημί
|