Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασημί τα ασημιά
      γενική του ασημιού των ασημιών
    αιτιατική το ασημί τα ασημιά
     κλητική ασημί ασημιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ασημί < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ασημής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασημί ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ασημί < ΑΣΜ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασημί ουδέτερο, άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία