ΑΣΜ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαΑ.Σ.Μ. αρσενικό (και ουδέτερο στον προφορικό λόγο) άκλιτο αρκτικόλεξο
- αρχικά του: Αριθμός Στρατολογικού Μητρώου
- ⮡ πρέπει να πας στο στρατολογικό γραφείο ή στο ΚΕΠ να εκδόσεις ΑΣΜ
- ⮡ η λήψη του πιστοποιητικού που ζητάς μπορεί να γίνει και διαδικτυακά, εφόσον γνωρίζεις ήδη το ΑΣΜ σου
- (στρατιωτική αργκό) το ασημί: χαρακτηρισμός ή προσφώνηση για κληρωτό που υπηρετεί τη θητεία από συνάδελφό του που είναι από την ίδια περιοχή, που είναι συντοπίτες (από τα κοινά τρία πρώτα ψηφία του στρατολογικού αριθμού, τα οποία δηλώνουν το ίδιο τοπικό στρατολογικό γραφείο, συνεπώς κοινό τόπο κατοικίας ή καταγωγής)
- ⮡ έλα μαζί σήμερα, που έχω έξοδο το βράδυ με άλλα δυο ασημί από τη μονάδα· να δεις πως γλεντάμε εμείς στα μέρη μας!