Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΚΕΠ < Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών
ΚΕΠ < Κέντρο Ελέγχου Περιοχής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈcep/

  Συντομομορφή επεξεργασία

Κ.Ε.Π.. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο

  1. δημόσια υπηρεσία εξυπηρέτησης πολιτών σε συναλλαγές τους με το δημόσιο
    Θα πάω στο ΚΕΠ για να πάρω ένα πιστοποιητικό γέννησης.
  2. (αεροπορικός όρος) υποδομή ελέγχου των αεροσκαφών που πετούν σε συγκεκριμένο υψόμετρο