ΚΕΠ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαΚ.Ε.Π.. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
- δημόσια υπηρεσία εξυπηρέτησης πολιτών σε συναλλαγές τους με το δημόσιο
- Θα πάω στο ΚΕΠ για να πάρω ένα πιστοποιητικό γέννησης.
- (αεροπορικός όρος) υποδομή ελέγχου των αεροσκαφών που πετούν σε συγκεκριμένο υψόμετρο