επάργυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpaɾ.ʝi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πάρ‐γυ‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαεπάργυρος
- που έχει επαργυρωθεί, που έχει καλυφτεί με λεπτό στρώμα ασημιού
- ※ Για κάθε νέα απονομή, φέρεται στην ταινία του διασήμου ή στη διεμβολή ένας επάργυρος αστερίσκος, μέχρι του αριθμού των τριών(3) (Κυπριακή Δημοκρατία, Ο περί στρατού της Δημοκρατίας νόμος, Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 27, Περί Διαμνημονεύσεων του Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2008 [1])