επάργυρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛˈpaɾ.ʝi.ɾɔs/
- συλλαβισμός : ε‐πάρ‐γυ‐ρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
επάργυρος
- που έχει επαργυρωθεί, που έχει καλυφτεί με λεπτό στρώμα ασημιού
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επάργυρος