Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαργύρωση οι επαργυρώσεις
      γενική της επαργύρωσης* των επαργυρώσεων
    αιτιατική την επαργύρωση τις επαργυρώσεις
     κλητική επαργύρωση επαργυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαργυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαργύρωση < επ- + άργυρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επαργύρωση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία