επαργύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαργύρωση | οι | επαργυρώσεις |
γενική | της | επαργύρωσης* | των | επαργυρώσεων |
αιτιατική | την | επαργύρωση | τις | επαργυρώσεις |
κλητική | επαργύρωση | επαργυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαργυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπαργύρωση θηλυκό
- η διεργασία που μεσολαβεί για να αποκτήσουν τα αντικείμενα αργυρή όψη και επιφάνεια. Επαργύρωση γίνεται μόνο σε μεταλλικό υπόστρωμα σχεδόν σε όλα τα είδη μετάλλου