Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επαργυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαργυρώνω
  2. θα επαργυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαργυρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επαργυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαργύρωση