επαργυρώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επαργυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαργυρώνω
- θα επαργυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαργυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
επαργυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαργύρωση