ασήμωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασήμωμα < ασημώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασήμωμα ουδέτερο
- επένδυση ενός αντικειμένου με ασήμι, επαργύρωση
- (μτφ.) προσφορά ασημένιου κοσμήματος ή νομίσματος σε νεόνυμφους ή νεογέννητο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασήμωμα
|