υπόστρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόστρωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπόστρωμα. Μορφολογικά αναλύεται σε υπό- + στρώμα.
- (γλωσσολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική substrat[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpo.stɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐στρω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόστρωμα ουδέτερο
- οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από μία επιφάνεια ως βάση
- (γλωσσολογία) η γλώσσα που ομιλούνταν από μία κοινότητα σε μία περιοχή όπου σε μεταγενέστερο χρόνο κατοίκησαν ομιλητές διαφορετικής γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ υπόστρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας