κοινότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινότητα < αρχαία ελληνική κοινότης, από την αιτιατική την κοινότητα < κοινός
- για τη διοικητική υποδιαίρεση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική communauté [1]
- για την εκπαίδευση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική commune
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈno.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινότητα θηλυκό
- ομάδα ζώντων οργανισμών, ανθρώπων, φυτών ή ζώων που ζουν / συνυπάρχουν σε ένα κοινό περιβάλλον
- μικρή διοικητική υποδιαίρεση
- ομάδα μαθητών ή καθηγητών σε σχολή ή σχολείο
- η εκπαιδευτική κοινότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομάδα
διοικητική κοινότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοινότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας