Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοινότης αἱ κοινότητες
      γενική τῆς κοινότητος τῶν κοινοτήτων
      δοτική τῇ κοινότητ ταῖς κοινότησ(ν)
    αιτιατική τὴν κοινότητ τὰς κοινότητᾰς
     κλητική ! κοινότης κοινότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοινότητε
γεν-δοτ τοῖν  κοινοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινότης < κοινό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινότης, -ητος θηλυκό

  1. μοίρασμα από κοινού
  2. ομοιότητα γνωρισμάτων
  3. ευκολία στην προσέγγιση
  4. απουσία διακρίσεων
  5. (πολιτική) κοινότητα ενός σώματος (όπως η βουλή)
  6. (γραμματική) το κοινό γένος

  Πηγές επεξεργασία