προσέγγιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσέγγιση < ελληνιστική κοινή προσέγγισις < αρχαία ελληνική προσεγγίζω < πρός + ἐγγίζω < ἐγγύς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσέγγιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσεγγίζω
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προσεγγίζω, εγγίζω και εγγύς
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κατά προσέγγιση: περίπου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προσέγγιση
κατά προσέγγιση
ζητήματος