ενικός         πληθυντικός  
municipality municipalities

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

municipality (en)

  • ο δήμος
    ⮡  The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
    Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.