community
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
community | communities |
community (en)
- η κοινότητα
- ⮡ the Greek communities of Australia - οι ελληνικές κοινότητες της Αυστραλίας
Επίθετο
επεξεργασία
community (en)