Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοινοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοινοτικ
ός
η
κοινοτικ
ή
το
κοινοτικ
ό
γενική
του
κοινοτικ
ού
της
κοινοτικ
ής
του
κοινοτικ
ού
αιτιατική
τον
κοινοτικ
ό
την
κοινοτικ
ή
το
κοινοτικ
ό
κλητική
κοινοτικ
έ
κοινοτικ
ή
κοινοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοινοτικ
οί
οι
κοινοτικ
ές
τα
κοινοτικ
ά
γενική
των
κοινοτικ
ών
των
κοινοτικ
ών
των
κοινοτικ
ών
αιτιατική
τους
κοινοτικ
ούς
τις
κοινοτικ
ές
τα
κοινοτικ
ά
κλητική
κοινοτικ
οί
κοινοτικ
ές
κοινοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοινοτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
κοινοτικός
που αφορά την
κοινότητα
(
κατ' επέκταση
) που αφορά την
ΕΕ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοινοτικός
αγγλικά
:
community
(en)
γαλλικά
:
communautaire
(fr)
ισπανικά
:
comunitario
(es)
,
comunal
(es)