Δείτε επίσης: ποιητικῇ ἀδείᾳ

Ετυμολογία

επεξεργασία

ποιητική αδεία θηλυκό

  1. (λόγιο) με την ελευθερία του ποιητικού λόγου [2]
      Είπα ένα ψεματάκι στο προηγούμενο κεφάλαιο, για να προσδώσω στην τοποθέτησή μου–πάντα ποιητική αδεία– μεγαλύτερη έμφαση.
    Χριστόφορος Κάσδαγλης, Tο γαμώτο ενός παναθηναϊκού, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010, κεφάλαιο 29
  2. (λόγιο, λογοτεχνία) με ποιητική άδεια στο στίχο
      παίρνει ποιητική αδεία (και αυτοδικαίως) το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το παράδοξο είδος έκφρασης « ασυνείδητη παράσταση »...
    Ε.Γ Ασλανίδης, Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, Η Γυναίκα της Ζάκυνθος και η ποιητική διαφωνία, εκδ. Ίκαρος, 2000, σελ. 94

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «άδεια» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. s.v. άδεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας