ποιητική αδεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποιητική αδεία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ποιητικῇ ἀδείᾳ (δοτική πτώση: ποιητική άδεια), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική licence poétique [1] → δείτε τις λέξεις ποιητικός και άδεια)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.i.tiˈci aˈði.a/
Έκφραση
επεξεργασίαποιητική αδεία θηλυκό
- (λόγιο) με την ελευθερία του ποιητικού λόγου [2]
- ※ Είπα ένα ψεματάκι στο προηγούμενο κεφάλαιο, για να προσδώσω στην τοποθέτησή μου–πάντα ποιητική αδεία– μεγαλύτερη έμφαση.
- Χριστόφορος Κάσδαγλης, Tο γαμώτο ενός παναθηναϊκού, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010, κεφάλαιο 29 [1]
- ※ Είπα ένα ψεματάκι στο προηγούμενο κεφάλαιο, για να προσδώσω στην τοποθέτησή μου–πάντα ποιητική αδεία– μεγαλύτερη έμφαση.
- (λόγιο, λογοτεχνία) με ποιητική άδεια στο στίχο
- ※ παίρνει ποιητική αδεία (και αυτοδικαίως) το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το παράδοξο είδος έκφρασης « ασυνείδητη παράσταση »...
- Ε.Γ Ασλανίδης, Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, Η Γυναίκα της Ζάκυνθος και η ποιητική διαφωνία, εκδ. Ίκαρος, 2000, σελ. 94
- ※ παίρνει ποιητική αδεία (και αυτοδικαίως) το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το παράδοξο είδος έκφρασης « ασυνείδητη παράσταση »...
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποιητική αδεία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «άδεια» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ s.v. άδεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας