Δείτε επίσης: ποιητική αδεία, ποιητική άδεια

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποιητικῇ ἀδείᾳ < → δείτε τη λέξη ποιητική αδεία

  Έκφραση

επεξεργασία

ποιητικῇ ἀδείᾳ θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) ποιητική αδεία, με ποιητική άδεια
    ※  Ὁ Σοφοκλῆς ποιητικῇ ἀδείᾳ ς’ ἠθὰς λέγει ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐθάς (Βαρίνος, το μέγα λεξικόν, Βαρίνου Φαβωρίνου Κάμηρτος, του της Νουκερίας Επισκόπου, Ενετηίσιν, ΛΨΙΒ΄ (1712), εν τη τυπογραφία Αντωνίου του Βόρτολι, [1])
    ※  Τὰ μὲν ἐνεργητικὰ μακράν, οἷον τίθημι.... τὰ δὲ παθητικὰ βραχεῖαν, οἷον τίθεμαι... εἰμήπου ποιητικῇ ἀδείᾳ τοὐναντίον ἐν τοῖς παθητικοῖς γένοιτο, ὡς τίθημαι, ἀντὶ τοῦ τίθεμαι... (Σταχυολογία Τεχνολογική κατ'ερωταπόκρισην της γραμματικής τέχνης, Εκδοθείσα παρά Βησσαρίωνος Ιερομονάχου Μακρή, του εξ Ιωαννίνων, νεωστί δε τυπωθείσα μετά Προσθήκης.... επιμελεία και διορθώσει Ιωάννου Ιερέως Αβραμίου του Κρητός, Ενετήισι, 1694, παρά Νικολάω τω Σάρω, σελ. 210 [2])