Οδυσσέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οδυσσέας | οι | Οδυσσείς |
γενική | του | Οδυσσέα & Οδυσσέως |
των | Οδυσσέων |
αιτιατική | τον | Οδυσσέα | τους | Οδυσσείς |
κλητική | Οδυσσέα | Οδυσσείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οδυσσέας < αρχαία ελληνική Ὀδυσσεύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ðiˈse.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ο‐δυσ‐σέ‐ας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟδυσσέας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Οδυσσέας
|