οδοδείκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οδοδείκτης < μεσαιωνική ελληνική οδοδείκτης < ὁδός + δείκτης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ðoˈði.ktis/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οδοδείκτης αρσενικό
- σήμα δρόμου που δείχνει τις κατευθύνσεις των οδών και τις σχετικές χιλιομετρικές αποστάσεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδοδείκτης