Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδόσημο τα οδόσημα
      γενική του οδοσήμου
οδόσημου
των οδοσήμων
    αιτιατική το οδόσημο τα οδόσημα
     κλητική οδόσημο οδόσημα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδόσημο < λόγιο ενδογενές δάνειο: καθαρεύουσα ὁδόσημον (< οδό(ς) + -σημο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδόσημο ουδέτερο

  • πινακίδα ή ανάλογο σήμα-σημάδι σε δρόμους που αναγράφει διάφορες πληροφορίες, όπως ονόματα, χιλιομετρικές αποστάσεις ή κατευθύνσεις

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία