αυθεντική ερμηνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααυθεντική ερμηνεία θηλυκό
- (νομικός όρος): η ερμηνεία νόμου που γίνεται με νεότερο σαφέστερο νόμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυθεντική ερμηνεία
|
αυθεντική ερμηνεία θηλυκό
|