• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

λεκτικός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
    • 1.3 Συνώνυμα
      • 1.3.1 Πολυλεκτικοί όροι
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική λεκτικός λεκτική λεκτικό
γενική λεκτικού λεκτικής λεκτικού
αιτιατική λεκτικό λεκτική λεκτικό
κλητική λεκτικέ λεκτική λεκτικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική λεκτικοί λεκτικές λεκτικά
γενική λεκτικών λεκτικών λεκτικών
αιτιατική λεκτικούς λεκτικές λεκτικά
κλητική λεκτικοί λεκτικές λεκτικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λεκτικός < αρχαία ελληνική

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

λεκτικός

  1. που αναφέρεται στο λόγο και τις λέξεις
    λεκτικό σφάλμα

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • λεξικός
  • λεξικό
  • επιλεκτικός

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  • λεκτική μονάδα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    που αναφέρεται στο λόγο
  • γαλλικά : verbal (fr), lexical (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λεκτικός&oldid=4990981"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Φεβρουαρίου 2021, στις 16:23

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Φεβρουαρίου 2021, στις 16:23.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie