Ετυμολογία

επεξεργασία
λεκτική μονάδα < → δείτε τις λέξεις λεκτικός και μονάδα, απόδοση της λέξης token

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

λεκτική μονάδα

  1. (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) το μικρότερο σύμβολο που έχει κάποια σημασία (αγγλικά: token) στον κώδικα μιάς γλώσσας προγραμματισμού, όπως οι τελεστές, οι αριθμητικές τιμές, οι ονομασίες μεταβλητών, εντολών, κλπ.
    στο ακόλουθο μικρό απόσπασμα κώδικα: print(a+b), που προσθέτει και εκτυπώνει τις μεταβλητές a και b, τα σύμβολα: print, (, a, +, b, ), είναι λεκτικές μονάδες
  2. (γλωσσολογία, προγραμματισμός) στοιχεία που απαρτίζουν μια γλώσσα, με τρόπο που να κωδικοποιούνται για ανάλυση από προγράμματα υπολογιστή, όπως τα γλωσσικά μοντέλα
    ※  Τα στοιχεία μιας γλώσσας χωρίζονται σε λεκτικές μονάδες. Ο χωρισμός σε λεκτικές μονάδες συχνά δεν είναι προκαθορισμένος. Τυπικές λεκτικές μονάδες που ορίζονται είναι: Οι δεσμευμένες λέξεις (reserved words), τα ονόματα (identifiers), οι σταθερές (constants), οι τελεστές (operators), οι διαχωριστές (delimiters) (Διομήδης Σπινέλλης, Λεκτικές μονάδες, [1], CC-SA-BY-3.0)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία