λεκτική μονάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαλεκτική μονάδα
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) το μικρότερο σύμβολο που έχει κάποια σημασία (αγγλικά: token) στον κώδικα μιάς γλώσσας προγραμματισμού, όπως οι τελεστές, οι αριθμητικές τιμές, οι ονομασίες μεταβλητών, εντολών, κλπ.
- ⮡ στο ακόλουθο μικρό απόσπασμα κώδικα:
print(a+b)
, που προσθέτει και εκτυπώνει τις μεταβλητέςa
καιb
, τα σύμβολα:print
,(
,a
,+
,b
,)
, είναι λεκτικές μονάδες
- ⮡ στο ακόλουθο μικρό απόσπασμα κώδικα:
- (γλωσσολογία, προγραμματισμός) στοιχεία που απαρτίζουν μια γλώσσα, με τρόπο που να κωδικοποιούνται για ανάλυση από προγράμματα υπολογιστή, όπως τα γλωσσικά μοντέλα
- ※ Τα στοιχεία μιας γλώσσας χωρίζονται σε λεκτικές μονάδες. Ο χωρισμός σε λεκτικές μονάδες συχνά δεν είναι προκαθορισμένος. Τυπικές λεκτικές μονάδες που ορίζονται είναι: Οι δεσμευμένες λέξεις (reserved words), τα ονόματα (identifiers), οι σταθερές (constants), οι τελεστές (operators), οι διαχωριστές (delimiters) (Διομήδης Σπινέλλης, Λεκτικές μονάδες, [1], CC-SA-BY-3.0)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- 3.4 Από τη Γλώσσα Μηχανής στα Προγράμματα Εφαρμογής, από Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία
- Sotiris B. Kotsiantis ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΤΕΣ, σελ. 6-7, 12-13, κλπ., Τμήμα Μαθηματικών, Πανεπιστήμιο Πατρών. Προσπέλαση 2019-12-16