token
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
token | tokens |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtoken (en)
- η μάρκα, το κέρμα από πλαστικό ή άλλο υλικό που αντιπροσωπεύει ορισμένο χρηματικό ποσό
- ↪ a token for the parking meter - ένα κέρμα για το παρκόμετρο
- το δείγμα, η ένδειξη, κάτι που είναι σύμβολο ενός συναισθήματος, ενός γεγονότος κτλ.
- ↪ This is a small token of respect and love.
- Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα σεβασμού και αγάπης.
- ↪ as a token of our gratitude - ως ένδειξη/σύμβουλο της ευγνωμοσύνης μας
- ↪ This is a small token of respect and love.
- πιστοποιητικό voucher
- πιόνι, πούλι
- λεκτική μονάδα
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) λεκτική μονάδα προγράμματος, σύμβολο, λεξικογραφική μονάδα, συμβολική οντότητα