ενικός         πληθυντικός  
token tokens

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

token (en)

  1. η μάρκα, το κέρμα από πλαστικό ή άλλο υλικό που αντιπροσωπεύει ορισμένο χρηματικό ποσό
    ⮡  a token for the parking meter - ένα κέρμα για το παρκόμετρο
  2. το δείγμα, η ένδειξη, κάτι που είναι σύμβολο ενός συναισθήματος, ενός γεγονότος κτλ.
    ⮡  This is a small token of respect and love.
    Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα σεβασμού και αγάπης.
    ⮡  as a token of our gratitude - ως ένδειξη/σύμβουλο της ευγνωμοσύνης μας
  3. πιστοποιητικό voucher
  4. πιόνι, πούλι
  5. λεκτική μονάδα
  6. (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) λεκτική μονάδα προγράμματος, σύμβολο, λεξικογραφική μονάδα, συμβολική οντότητα
     συνώνυμα: symbol
    δείτε επίσης: token στην αγγλική Βικιπαίδεια