Ετυμολογία

επεξεργασία

λεκτικά < λεκτικός

Επίρρημα

επεξεργασία

λεκτικά

  1. με το λόγο
    κάτι τύποι προκαλούσαν λεκτικά τις κοπέλες που περνούσαν

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία