λεκτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
λεκτικά < λεκτικός
Επίρρημα επεξεργασία
λεκτικά
- με το λόγο
- κάτι τύποι προκαλούσαν λεκτικά τις κοπέλες που περνούσαν
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
λεκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεκτικό