Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεκτικά < λεκτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

λεκτικά

  1. με το λόγο
    κάτι τύποι προκαλούσαν λεκτικά τις κοπέλες που περνούσαν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λεκτικά