πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διευκρίνιση οι διευκρινίσεις
      γενική της διευκρίνισης* των διευκρινίσεων
    αιτιατική τη διευκρίνιση τις διευκρινίσεις
     κλητική διευκρίνιση διευκρινίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευκρινίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διευκρίνιση < είτε διευκρινί(ζω) + -ση, είτε ελληνιστική κοινή διευκρίνησις με ορθογραφία και το διευκρινίζω [1] <

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διευκρίνιση θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία