διευκρίνιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διευκρίνιση | οι | διευκρινίσεις |
γενική | της | διευκρίνισης* | των | διευκρινίσεων |
αιτιατική | τη | διευκρίνιση | τις | διευκρινίσεις |
κλητική | διευκρίνιση | διευκρινίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευκρινίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διευκρίνιση < είτε διευκρινί(ζω) + -ση, είτε ελληνιστική κοινή διευκρίνησις με ορθογραφία και το διευκρινίζω [1] <
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.efˈkɾi.ni.si/ & /ði̯efˈkɾi.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐κρί‐νι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
διευκρίνιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διευκρινίζω
- ↪ Ο εξεταστής έδωσε μερικές διευκρινίσεις για τα θέματα των μαθηματικών.
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διευκρινίζω, ευκρινής, ευ και κρίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διευκρίνιση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διευκρίνιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας