αποσαφήνιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσαφήνιση | οι | αποσαφηνίσεις |
γενική | της | αποσαφήνισης* | των | αποσαφηνίσεων |
αιτιατική | την | αποσαφήνιση | τις | αποσαφηνίσεις |
κλητική | αποσαφήνιση | αποσαφηνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσαφηνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσαφήνιση < αποσαφηνίζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσαφήνιση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αποσαφηνίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσαφήνιση