αποσαφηνίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποσαφηνίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσαφηνίζω
- θα αποσαφηνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσαφηνίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποσαφηνίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποσαφήνιση