Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποσαφηνίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσαφηνίζω
  2. θα αποσαφηνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσαφηνίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποσαφηνίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποσαφήνιση