σαφήνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαφήνιση | οι | σαφηνίσεις |
γενική | της | σαφήνισης* | των | σαφηνίσεων |
αιτιατική | τη | σαφήνιση | τις | σαφηνίσεις |
κλητική | σαφήνιση | σαφηνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαφηνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαφήνιση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του σαφηνίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σαφής
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαφήνιση
|