σαφηνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαφηνίζω < αρχαία ελληνική σαφηνίζω < σαφηνής < σαφής
Ρήμα
επεξεργασίασαφηνίζω (παθητική φωνή: σαφηνίζομαι)
- ξεκαθαρίζω κάτι, το κάνω σαφές
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαφηνίζω | σαφήνιζα | θα σαφηνίζω | να σαφηνίζω | σαφηνίζοντας | |
β' ενικ. | σαφηνίζεις | σαφήνιζες | θα σαφηνίζεις | να σαφηνίζεις | σαφήνιζε | |
γ' ενικ. | σαφηνίζει | σαφήνιζε | θα σαφηνίζει | να σαφηνίζει | ||
α' πληθ. | σαφηνίζουμε | σαφηνίζαμε | θα σαφηνίζουμε | να σαφηνίζουμε | ||
β' πληθ. | σαφηνίζετε | σαφηνίζατε | θα σαφηνίζετε | να σαφηνίζετε | σαφηνίζετε | |
γ' πληθ. | σαφηνίζουν(ε) | σαφήνιζαν σαφηνίζαν(ε) |
θα σαφηνίζουν(ε) | να σαφηνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαφήνισα | θα σαφηνίσω | να σαφηνίσω | σαφηνίσει | ||
β' ενικ. | σαφήνισες | θα σαφηνίσεις | να σαφηνίσεις | σαφήνισε | ||
γ' ενικ. | σαφήνισε | θα σαφηνίσει | να σαφηνίσει | |||
α' πληθ. | σαφηνίσαμε | θα σαφηνίσουμε | να σαφηνίσουμε | |||
β' πληθ. | σαφηνίσατε | θα σαφηνίσετε | να σαφηνίσετε | σαφηνίστε | ||
γ' πληθ. | σαφήνισαν σαφηνίσαν(ε) |
θα σαφηνίσουν(ε) | να σαφηνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαφηνίσει | είχα σαφηνίσει | θα έχω σαφηνίσει | να έχω σαφηνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαφηνίσει | είχες σαφηνίσει | θα έχεις σαφηνίσει | να έχεις σαφηνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαφηνίσει | είχε σαφηνίσει | θα έχει σαφηνίσει | να έχει σαφηνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαφηνίσει | είχαμε σαφηνίσει | θα έχουμε σαφηνίσει | να έχουμε σαφηνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαφηνίσει | είχατε σαφηνίσει | θα έχετε σαφηνίσει | να έχετε σαφηνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαφηνίσει | είχαν σαφηνίσει | θα έχουν σαφηνίσει | να έχουν σαφηνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαφηνίζω
|