διασαφηνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασαφηνίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασαφηνίζω < διά + σαφηνίζω < σαφηνής < επίρρημα σάφα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.sa.fiˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σα‐φη‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιασαφηνίζω, αόρ.: διασαφήνισα, παθ.φωνή: διασαφηνίζομαι, π.αόρ.: διασαφηνίστηκα/διασαφηνίσθηκα, μτχ.π.π.: διασαφηνισμένος
- ξεκαθαρίζω κάτι, το κάνω πιο σαφές
Άλλες μορφές
επεξεργασία- διασαφώ (λογιότερο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διά, σαφηνίζω και σαφής
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασαφηνίζω | διασαφήνιζα | θα διασαφηνίζω | να διασαφηνίζω | διασαφηνίζοντας | |
β' ενικ. | διασαφηνίζεις | διασαφήνιζες | θα διασαφηνίζεις | να διασαφηνίζεις | διασαφήνιζε | |
γ' ενικ. | διασαφηνίζει | διασαφήνιζε | θα διασαφηνίζει | να διασαφηνίζει | ||
α' πληθ. | διασαφηνίζουμε | διασαφηνίζαμε | θα διασαφηνίζουμε | να διασαφηνίζουμε | ||
β' πληθ. | διασαφηνίζετε | διασαφηνίζατε | θα διασαφηνίζετε | να διασαφηνίζετε | διασαφηνίζετε | |
γ' πληθ. | διασαφηνίζουν(ε) | διασαφήνιζαν διασαφηνίζαν(ε) |
θα διασαφηνίζουν(ε) | να διασαφηνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασαφήνισα | θα διασαφηνίσω | να διασαφηνίσω | διασαφηνίσει | ||
β' ενικ. | διασαφήνισες | θα διασαφηνίσεις | να διασαφηνίσεις | διασαφήνισε | ||
γ' ενικ. | διασαφήνισε | θα διασαφηνίσει | να διασαφηνίσει | |||
α' πληθ. | διασαφηνίσαμε | θα διασαφηνίσουμε | να διασαφηνίσουμε | |||
β' πληθ. | διασαφηνίσατε | θα διασαφηνίσετε | να διασαφηνίσετε | διασαφηνίστε | ||
γ' πληθ. | διασαφήνισαν διασαφηνίσαν(ε) |
θα διασαφηνίσουν(ε) | να διασαφηνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασαφηνίσει | είχα διασαφηνίσει | θα έχω διασαφηνίσει | να έχω διασαφηνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασαφηνίσει | είχες διασαφηνίσει | θα έχεις διασαφηνίσει | να έχεις διασαφηνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασαφηνίσει | είχε διασαφηνίσει | θα έχει διασαφηνίσει | να έχει διασαφηνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασαφηνίσει | είχαμε διασαφηνίσει | θα έχουμε διασαφηνίσει | να έχουμε διασαφηνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασαφηνίσει | είχατε διασαφηνίσει | θα έχετε διασαφηνίσει | να έχετε διασαφηνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασαφηνίσει | είχαν διασαφηνίσει | θα έχουν διασαφηνίσει | να έχουν διασαφηνίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασαφηνίζομαι | διασαφηνιζόμουν(α) | θα διασαφηνίζομαι | να διασαφηνίζομαι | ||
β' ενικ. | διασαφηνίζεσαι | διασαφηνιζόσουν(α) | θα διασαφηνίζεσαι | να διασαφηνίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διασαφηνίζεται | διασαφηνιζόταν(ε) | θα διασαφηνίζεται | να διασαφηνίζεται | ||
α' πληθ. | διασαφηνιζόμαστε | διασαφηνιζόμαστε διασαφηνιζόμασταν |
θα διασαφηνιζόμαστε | να διασαφηνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διασαφηνίζεστε | διασαφηνιζόσαστε διασαφηνιζόσασταν |
θα διασαφηνίζεστε | να διασαφηνίζεστε | (διασαφηνίζεστε) | |
γ' πληθ. | διασαφηνίζονται | διασαφηνίζονταν διασαφηνιζόντουσαν |
θα διασαφηνίζονται | να διασαφηνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασαφηνίστηκα | θα διασαφηνιστώ | να διασαφηνιστώ | διασαφηνιστεί | ||
β' ενικ. | διασαφηνίστηκες | θα διασαφηνιστείς | να διασαφηνιστείς | διασαφηνίσου | ||
γ' ενικ. | διασαφηνίστηκε | θα διασαφηνιστεί | να διασαφηνιστεί | |||
α' πληθ. | διασαφηνιστήκαμε | θα διασαφηνιστούμε | να διασαφηνιστούμε | |||
β' πληθ. | διασαφηνιστήκατε | θα διασαφηνιστείτε | να διασαφηνιστείτε | διασαφηνιστείτε | ||
γ' πληθ. | διασαφηνίστηκαν διασαφηνιστήκαν(ε) |
θα διασαφηνιστούν(ε) | να διασαφηνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διασαφηνιστεί | είχα διασαφηνιστεί | θα έχω διασαφηνιστεί | να έχω διασαφηνιστεί | διασαφηνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διασαφηνιστεί | είχες διασαφηνιστεί | θα έχεις διασαφηνιστεί | να έχεις διασαφηνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διασαφηνιστεί | είχε διασαφηνιστεί | θα έχει διασαφηνιστεί | να έχει διασαφηνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διασαφηνιστεί | είχαμε διασαφηνιστεί | θα έχουμε διασαφηνιστεί | να έχουμε διασαφηνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διασαφηνιστεί | είχατε διασαφηνιστεί | θα έχετε διασαφηνιστεί | να έχετε διασαφηνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διασαφηνιστεί | είχαν διασαφηνιστεί | θα έχουν διασαφηνιστεί | να έχουν διασαφηνιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διασαφηνισμένος - είμαστε, είστε, είναι διασαφηνισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διασαφηνισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διασαφηνισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διασαφηνισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διασαφηνισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διασαφηνισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διασαφηνισμένοι |